ἐθναρχία — ἐθναρχίᾱ , ἐθναρχία office of ethnarch fem nom/voc/acc dual ἐθναρχίᾱ , ἐθναρχία office of ethnarch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθναρχία — η (AM ἐθναρχία) [εθνάρχης] νεοελλ. 1. το αξίωμα τού εθνάρχη 2. η έδρα τού εθνάρχη 3. το συμβούλιο που τον περιστοιχίζει (αρχ. μσν.) χώρα που διοικείται από εθνάρχη … Dictionary of Greek
ἐθναρχίας — ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία office of ethnarch fem acc pl ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία office of ethnarch fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχίαι — ἐθναρχίᾱͅ , ἐθναρχία office of ethnarch fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχίαν — ἐθναρχίᾱν , ἐθναρχία office of ethnarch fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχιῶν — ἐθναρχία office of ethnarch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχίαις — ἐθναρχία office of ethnarch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθναρχικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνάρχη ή την εθναρχία: Εθναρχικό συμβούλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)